περισκοπικός

περισκοπικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περισκόπιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περισκοπικός — ή, ό Ν, [περισκόπιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περισκόπιο, ο τού περισκοπίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”